πάθημα

πάθημα
το (ΑΜ πάθημα) [πάσχω]
1. ό,τι υφίσταται, ό,τι παθαίνει κανείς, και ιδίως το δυσάρεστο ή λυπηρό περιστατικό («τὸ σὸν πάθημ' ἐλέγχω πρῶτον», Σοφ.)
2. συν. στον πληθ. α) τα παθήματα
γεγονότα τα οποία προκαλούν θλίψη ή συμφορές και γενικά τα λυπηρά συμβάντα (α. «τα παθήματα μαθήματα» — λέγεται για να δηλώσει ότι τα ατυχήματα που συμβαίνουν από απερισκεψία πρέπει να μάς καθιστούν προσεκτικούς και να γίνονται κατά κάποιο τρόπο μαθήματα για το μέλλον, παροιμ. φρ.
β. «ἀλλ' ἀπὸ τῶν ἡμετέρων παθημάτων γνόντα εὐλαβηθῆναι», Πλάτ.)
β) (γενικά) τα συμβάντα, δυσάρεστα ή ευχάριστα, οι περιπέτειες («τὰ ἐν... Ὀδυσσείᾳ παθήματα», Πλάτ.)
νεοελλ.
γραμμ. στον πληθ. μεταβολές, τροπές («τα παθήματα τών φθόγγων»)
αρχ.
1. η παθητική κατάσταση, κατάσταση δηλ. κατά την οποία κάποιος παθαίνει, υφίσταται κάτι («πάθημα τῆς ψυχῆς εἶναι τὴν σωφροσύνην οὐ μάθημα», Ξεν.)
2. (για θεό) το πάθος («περισσεύει τὰ παθήματα τοῡ Χριστοῡ εἰς ἡμᾱς», ΚΔ)
3. στον πληθ. α) οι μεταβολές τών υλικών σωμάτων, τα φυσικά φαινόμενα («καὶ περὶ τῶν οὐρανίων παθημάτων», Πλάτ.)
β) (στη λογ.) οι μετατροπές εννοιών, ποιοτήτων, μεγεθών κ.λπ.
γ) ασθένειες, νόσοι
δ) τα συμπτώματα τών νόσων
ε) τα πάθη, σε αντιδιαστολή προς τα ήθη, τις έξεις
4. φρ. «τὰ παθήματα τὰ αἰσθητά» — οι ιδιότητες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πάθημα — that which befalls one neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάθημα — το το κακό και δυσάρεστο που παθαίνει κανείς: Το πάθημα να σου γίνει μάθημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάθημ' — πάθημα , πάθημα that which befalls one neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθημάτων — πάθημα that which befalls one neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθήμασι — πάθημα that which befalls one neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθήμασιν — πάθημα that which befalls one neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθήματα — πάθημα that which befalls one neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθήματε — πάθημα that which befalls one neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθήματι — πάθημα that which befalls one neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθήματος — πάθημα that which befalls one neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”